- χαμαιπετώς
- ΜΑεπίρρ. βλ. χαμαιπετής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαμαιπετῶς — χαμαιπετής falling to the ground adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαμαιπετής — ές, ΝΜΑ χαμαίζηλος αρχ. 1. αυτός που έχει πέσει στο έδαφος («δόμοι... χαμαιπετεῑς», Αισχύλ.) 2. απλωμένος στο έδαφος («ἔπειτα φύλλων ἐλατίνων χαμαιπετῆ ἔστρωσε εὐνὴν πυρὸς φλογί», Ευρ.) 3. (για τον Έρωτα) χαμαιεύνης* 4. μτφ. αυτός που δεν φέρνει… … Dictionary of Greek